- πλουτολεκτώ
- -έω, Μσυσσωρεύω πλούτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -λεκτῶ (< -λέκτης < λέγω «συλλέγω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek